Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:

spring binder


Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε.
Η εγγραφή για τον όρο spring παρατίθεται στη συνέχεια.

Δείτε επίσης: binder
Σε αυτή τη σελίδα: spring, springtime

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
spring,
the spring
n
(season)άνοιξη ουσ θηλ
  (παλαιό)έαρ ουσ ουδ
 My favourite season is spring.
 Tulips bloom in the spring.
 Η αγαπημένη μου εποχή είναι η άνοιξη.
spring n (coil)ελατήριο ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)σούστα ουσ θηλ
 A spring popped out of the watch.
 Ένα ελατήριο πετάχτηκε από το ρολόι.
spring vi (be released)πετάγομαι ρ αμ
  ξεπετάγομαι ρ αμ
 A clown will spring out of the box.
 Ένας κλόουν θα πεταχτεί μέσα από το κουτί.
spring from [sth] vi (emerge)αναβλύζω ρ μ
 Water sprang from the fountain.
 Από την πηγή ανάβλυζε νερό.
spring from [sth] vi + prep (leap suddenly)ξεπηδώ από κτ ρ αμ + πρόθ
 The frog springs from the lily pad.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
spring n (elasticity)ελαστικότητα ουσ ουδ
 The waistband in these trousers has lost its spring.
spring n (jump)άλμα, πήδημα ουσ ουδ
  σάλτο ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)πήδος ουσ αρσ
 With one great spring he was over the bush.
spring n (water)πηγή ουσ θηλ
 They brought water from the spring.
spring vi (have lineage)κατάγομαι, προέρχομαι ρ αμ
 He springs from one of the oldest families in Europe.
spring vi (originate)προέρχομαι ρ αμ
  πηγάζω ρ αμ
 The whole project sprang from a conversation I had with a neighbour.
spring vi (leap suddenly)ορμάω ρ αμ
  κάνω ένα άλμα περίφρ
 Seeing the moment to seize its prey, the leopard sprang.
spring from [sth] vi + prep (come into being)ξεφυτρώνω από κτ ρ αμ + πρόθ
 Flowers sprang from the plant.
spring from [sth] vi + prep (come forth suddenly)πετάγομαι από κτ ρ αμ + πρόθ
  (για υγρό)τρέχω από κτ ρ αμ + πρόθ
  (για υγρό)ξεχύνομαι από κτ ρ αμ + πρόθ
 Blood sprang from the open wound.
spring [sth] vtr (activate: a trap)ενεργοποιώ ρ μ
 The mouse sprang the trap.
spring [sth] vtr (split, crack)σπάω ρ μ
  (κάνω ρωγμή)ραγίζω ρ μ
 He sprang the handle of the broom.
spring [sth],
spring [sth] on [sb]
vtr
(disclose)ανακοινώνω ξαφνικά, ανακοινώνω αναπάντεχα ρ μ + επίρ
  (καθομιλουμένη)ξεφουρνίζω ρ μ
  (αργκό, μτφ)πετάω ρ μ
 She sprang the news on us.
spring [sth] vtr (leap over)υπερπηδάω ρ μ
  πηδάω, πηδώ ρ μ
 The runners sprang the hurdles.
spring [sb] vtr informal (get released from prison)ελευθερώνω, απελευθερώνω ρ μ
  βγάζω ρ μ
  (παράνομα)βοηθώ να δραπετεύσει περίφρ
 The criminal's friends have sprung him from prison.
 Οι φίλοι του εγκληματία τον έβγαλαν από τη φυλακή.
 Οι φίλοι του εγκληματία τον βοήθησαν να δραπετεύσει από τη φυλακή.
spring [sth] vtr US, slang (spend)ξοδεύω ρ μ
  (καθομιλουμένη)δίνω ρ μ
  (μεταφορικά)χαλάω ρ μ
  (άσκοπο έξοδο)σπαταλάω ρ μ
 She sprang fifty bucks on a new guitar.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
springtime,
spring
n
(season: spring)άνοιξη ουσ θηλ
 Cherry trees bloom in the springtime.
springtime,
spring
adj
(relating to the spring)ανοιξιάτικος επίθ
  (λόγιος)εαρινός επίθ
 The school band's springtime concert is always a big event.
springtime n figurative (early days of [sth](μεταφορικά, λόγιος)άνοιξη, αυγή ουσ θηλ
 Don't be so cynical; you're still in the springtime of your life.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
spring | springtime
ΑγγλικάΕλληνικά
spring back vi phrasal figurative (person: be resilient)επανέρχομαι ρ αμ
  ανακάμπτω ρ αμ
 She can spring back from almost any injury.
spring back vi phrasal (material: be elastic)επιστρέφω στην αρχική θέση περίφρ
  ξαναπαίρνω το αρχικό σχήμα περίφρ
 Swimsuits are usually made of fabric that springs back when you pull on it.
spring back vi phrasal (bounce back into place)επιστρέφω στην αρχική θέση περίφρ
  επανέρχομαι ρ αμ
 The rubber band sprang back when I let it go.
spring for [sth] vtr phrasal insep US, informal (pay for [sth])πληρώνω ρ μ
  (για κάποιον άλλο)κερνάω ρ μ
spring forward vi phrasal (leap or propel oneself ahead)πετάγομαι μπροστά ρ αμ + επίρ
spring up vi phrasal (start to grow) (για φυτά)φυτρώνω ρ αμ
  (για ανθρώπους)μεγαλώνω, ψηλώνω ρ αμ
  (μεταφορικά: για ανθρώπους)ξεπετάγομαι ρ αμ
 Seedlings spring up at the beginning of the growing season.
 Grandpa always says we've sprung up since the last time he saw us.
 Τα φυντάνια φυτρώνουν στην αρχή της εποχής της ανάπτυξης.
 Ο παππούς πάντα λέει ότι έχουμε ξεπεταχτεί από την τελευταία φορά που μας είδε.
spring up vi phrasal (arise suddenly)πετάγομαι ρ αμ
  πετάγομαι όρθιος έκφρ
  σηκώνομαι απότομα ρ αμ + επίρ
 The people sprang up in protest at the increase in the price of bread.
 Ο κόσμος πετάχτηκε ως ένδειξη διαμαρτυρίας για την αύξηση της τιμής του ψωμιού.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
spring | springtime
ΑγγλικάΕλληνικά
box spring n (frame in a mattress)πλαίσιο κρεβατιού με ελατήρια περίφρ
  βάση κρεβατιού με ελατήρια περίφρ
 Sleeping on a mattress without a box spring underneath is bad for your back.
box-spring (US),
divan (UK)
n
(type of bed frame)υπόστρωμα box-spring, υπόστρωμα τύπου box-spring περίφρ
coil spring n (helically coiled spring)ελικοειδές ελατήριο επίθ + ουσ ουδ
have a spring in your step v expr figurative (be cheerful or energetic) (χαρά)λάμπω ρ αμ
  (ενέργεια)είμαι μες στην ενέργεια ρ έκφρ
  (καθομιλουμένη)είμαι στα χάι μου ρ έκφρ
hot spring n (source of naturally heated groundwater)θερμοπηγή, ιαματική πηγή ουσ θηλ
 The water in hot springs is warmed by heat coming from the earth's interior.
 Το νερό στις θερμοπηγές ζεσταίνεται από τη θερμότητα που προέρχεται από το εσωτερικό της γης.
leaf spring (narrow, multiple spring)φυλλοειδές ελατήριο επίθ + ουσ ουδ
  ελατήριο πολλαπλών ελασμάτων φρ ως ουσ ουδ
scallion n mainly US (salad vegetable)φρέσκο κρεμμύδι, φρέσκο κρεμμυδάκι επίθ + ουσ ουδ
 The recipe calls for three scallions chopped small.
 Η συνταγή λέει ότι χρειάζονται τρία φρέσκα κρεμμύδια, κομμένα σε μικρά κομμάτια.
spring break,
Spring Break
n
US (academic holiday in spring)ανοιξιάτικες διακοπές επίθ + ουσ θηλ πλ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία και ενδέχεται να απαιτηθεί επεξήγηση καθώς ο εν λόγω θεσμός δεν υφίσταται στην Ελλάδα.
 I'm looking forward to spring break.
spring breaker n US, informal (young vacationer)νεαρό άτομο σε ανοιξιάτικες διακοπές
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
spring chicken n (young fowl) (κυριολεκτικά)κοτοπουλάκι, κοτόπουλο ουσ ουδ
no spring chicken n figurative, slang (not a young person)νεαρός, νεαρή ουσ αρσ, ουσ θηλ
  στην πρώτη νιότη έκφρ
  (καθομιλουμένη)πιτσιρικάς, πιτσιρίκα ουσ αρσ, ουσ θηλ
 She's no spring chicken but she still goes jogging every morning.
spring clean n UK (annual thorough housecleaning)γενική καθαριότητα επίθ + ουσ θηλ
  γενική επίθ ως ουσ θηλ
Σχόλιο: Ο αγγλικός όρος αναφέρεται συγκεκριμένα στην αρχή της άνοιξης.
spring-clean [sth] vtr UK (house: clean thoroughly)κάνω γενική καθαριότητα, κάνω γενική έκφρ
spring cleaning,
spring-cleaning
n
(housecleaning in springtime)γενική επίθ ως ουσ θηλ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
spring coat n (lightweight jacket or overcoat)ανοιξιάτικο σακάκι, ανοιξιάτικο παλτό επίθ + ουσ ουδ
spring fever n informal, figurative (excitement at spring)χαρά που ήρθε η άνοιξη, ενθουσιασμός που ήρθε η άνοιξη
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
 Spring fever's upon me again: I went and bought 200 seedlings this morning.
spring jacket n (lightweight coat for mild weather)ανοιξιάτικο σακάκι ουσ ουδ
spring loaded,
spring-loaded
adj
(containing compressed spring)με ελατήρια επαναφοράς περίφρ
  με ελατήριο περίφρ
  ελατηριωτός επίθ
 The workers used spring-loaded tools to punch holes in the sheets of metal.
spring onion n mainly UK (salad vegetable)φρέσκο κρεμμυδάκι έκφρ
 Anyone can grow spring onions – all you need is a pot.
spring peeper n (animal: frog) (επίσημο)βάτραχος Pseudacris crucifer περίφρ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος της καθομιλουμένης.
spring roll n (Asian food)σπρινγκ ρολ φρ ως ουσ ουδ
spring salad n (cold dish of seasonal spring foods)ανοιξιάτικη σαλάτα φρ ως ουσ θηλ
spring tide n (tide at new or full moon)εαρινή παλίρροια επίθ + ουσ θηλ
spring water n (water from natural underground source)νερό πηγής φρ ως ουσ ουδ
 Spring water is inexpensive in Alaska.
spring-like,
also US: springlike
adj
(seeming like springtime)που θυμίζει άνοιξη περίφρ
  ανοιξιάτικος επίθ
thermal spring n (naturally-heated water source)θερμή πηγή επίθ + ουσ θηλ
warm spring n (naturally-heated water source)ζεστά λουτρά ουσ ουδ πλ
 There are many spas in Arkansas because of the warm springs there.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση spring binder στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «spring binder».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!